- εὐνουχιστής
- εὐνουχ-ιστής, οῦ, ὁ,A castrator, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευνουχιστής — ο (Α εὐνουχιστής) [ευνουχίζω] αυτός που εκτελεί τον ευνουχισμό … Dictionary of Greek
ευνουχιστής — ο αυτός που κάνει τον ευνουχισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)